A to be afflicted with warts, LXX Le.22.22. Cf. μυρμηκιά 1.
[Seite 220] an Warzen, μυρμήκια leiden, Sp.
μυρμηκιάω: πάσχω ἐκ μυρμηκιῶν ἢ ἐκφυμάτων, Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 22)