οὐρανοπετής

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A fallen from heaven, δαίμονες Plu.2.83 of, cf. 870c.

German (Pape)

[Seite 417] ές, vom Himmel gefallen; δαίμονες, Empedocl. bei Plut. de vit. aer. al. 7; Symp. 2, 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοπετής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Πλούτ. 2. 830Ε, κτλ. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τ. Α΄, σελ. 278, 314.