πελαγῖτις

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ιδος, fem. Adj.

   A of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».