συνδιακοσμέω

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A set in order together, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Pl.Lg.712b, cf. Plu.Num.1, Sol.26.

German (Pape)

[Seite 1007] mit oder zugleich anordnen, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Plat. Legg. IV, 712 b.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιακοσμέω: διακοσμῶ, εἰς τάξιν βάλλω ὁμοῦ, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 712Β, πρβλ. Πλουτ. Νουμ. 1, Σόλων 26.