συναρμογή

Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

Dor. -γά, ἡ,

   A combination, Ti.Locr.95b, Diotog. ap. Stob.4.7.62, Plu.Aem.32, etc.    2 wedlock, Ptol.Tetr.182, Vett. Val.38.1, al.    3 musical combination, Iamb.VP25.114.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, Zusammenfügung, ἀδιάλυτος Tim. Locr. 95 b. In der Tonkunst = Harmonie.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμογή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, συνάφεια, τὰ καττὰν ἀρίσταν ἀναλογίαν συντιθέντα ἐν ἰσοδυναμίᾳ… μένει συναρμογᾷ ἀδιαλύτῳ κατὰ λόγον ἄριστον Τίμ. Λοκρ. 95Β, Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 7, Πλούτ., κλπ.