φερέδειπνος
German (Pape)
[Seite 1261] ein Mahl, einen Schmaus bringend, gebend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
φερέδειπνος: -ον, ὁ φέρων ἢ παρέχων δεῖπνον ἢ εὐωχίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 23· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. ὡς κύριον ὄνομα.
[Seite 1261] ein Mahl, einen Schmaus bringend, gebend, Nonn.
φερέδειπνος: -ον, ὁ φέρων ἢ παρέχων δεῖπνον ἢ εὐωχίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 23· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. ὡς κύριον ὄνομα.