προκυλίνδομαι

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Pass.,

   A roll forward, of the sea, Il.14.18.    II = foreg., roll at the feet of, τινος Arat.188: fut. προκυλίσομαι [ῑ] App.Ital.5.4: late pres. προκῠλίομαι, D.H.8.39; τῶν ποδῶν Onos.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ προκυλινδέομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39.

French (Bailly abrégé)

rouler en avant en parl. des vagues.
Étymologie: πρό, κυλίνδω.