ὀλβοθρέμμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A nursed amid wealth, Κῆρες Pi.Fr.277.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοθρέμμων: -ον, ὁ τεθραμμένος ἐν ὄλβῳ Κῆρες Πινδάρου Ἀποσπ. 245.
ον, gen. ονος,
A nursed amid wealth, Κῆρες Pi.Fr.277.
ὀλβοθρέμμων: -ον, ὁ τεθραμμένος ἐν ὄλβῳ Κῆρες Πινδάρου Ἀποσπ. 245.