συντελέθω

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.

French (Bailly abrégé)

être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.