A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.
συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.
être uni à, τινι.Étymologie: σύν, τελέθω.