εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.
[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.
εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.