εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.
[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.
εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.
εὐᾱγορέω 1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)