διάλευκος

Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ον,

   A quite white, Arist.Pr.894a39, LXXGe.30.32, Str.17.1.31, Plu.Alex.51, Aret.SD2.13; αἱ λίμναι -ότεραι τῆς θαλάττης Arist. Pr.932a29.

Greek (Liddell-Scott)

διάλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 6, Στράβων 807, Πλούτ. Ἀλεξ. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de blanc, blanchâtre.
Étymologie: διά, λευκός.