Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ἀδεεί: «ἀφόβως, ἀδογματίστως, ἀναμφιβόλως», Ζωναρ.