ἀδιάστικτος
English (LSJ)
ον,
A undistinguished, unvarying, Ph.2.297. Adv., Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάστικτος: -ον, ὁ μὴ διεστιγμένος, μὴ εὐδιάκριτος, συνεχής, Φίλων 2. 297.
ον,
A undistinguished, unvarying, Ph.2.297. Adv., Gloss.
ἀδιάστικτος: -ον, ὁ μὴ διεστιγμένος, μὴ εὐδιάκριτος, συνεχής, Φίλων 2. 297.