ἀδικόμαχος
English (LSJ)
ον, of horses,
A obstinate, X.ap.AB344 (perh. fr. Cyr.2.2.26).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδικόμαχος: -ον, ἐπὶ ἵππων, δυστράπελος, σκληραύχην, ἀτίθασος, Ξεν. Α. Β. 344. 6.
ον, of horses,
A obstinate, X.ap.AB344 (perh. fr. Cyr.2.2.26).
ἀδικόμαχος: -ον, ἐπὶ ἵππων, δυστράπελος, σκληραύχην, ἀτίθασος, Ξεν. Α. Β. 344. 6.