ἀμφιπετάννυμι
English (LSJ)
A spread round, aor. part. ἀμφιπετάσσας Orph.L.643.
German (Pape)
[Seite 142] (s. πετάννυμι), ringsum ausbreiten, aor. -πετάσσας Orph. Lith. 643.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπετάννυμι: ἀναπετάννυμι, ἐξαπλώνω, ἀνοίγω, ὁλόγυρα, ἀμφιπετάσσας Ὀρφ. Λιθ. 643.