ον,
A not commensurate with, τινί Aret.SD2.2.
ἀνῐσόμετρος: -ον, ὁ ἔχων ἄνισον μέτρον πρός τινα, τινὶ Ἀρετ. Αἴτ. Χρον. Παθ. 2. 2.