γλύκυσμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A sweetness, Lib.Descr.30.15. II sweetmeat, Sch.Ar.Pl.660.
Greek (Liddell-Scott)
γλύκυσμα: τό, γλυκύτης, γλυκόν, Λιβάν. 4. 1072.
ατος, τό,
A sweetness, Lib.Descr.30.15. II sweetmeat, Sch.Ar.Pl.660.
γλύκυσμα: τό, γλυκύτης, γλυκόν, Λιβάν. 4. 1072.