ἀλόγητος
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἀλόγιστος, Sch.E.Or.1156.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόγητος: -ον, παραβλεπόμενος, περιφρονούμενος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1156.
ον,
A gloss on ἀλόγιστος, Sch.E.Or.1156.
ἀλόγητος: -ον, παραβλεπόμενος, περιφρονούμενος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1156.