ου, ὁ,
A one who deprives, χρόνων Vett.Val.55.18, cf. Ptol.Tetr.189, Sch. Od.13.224, Suid. s.v. ἐξαίτης.
ἀφαιρέτης: ὁ, ὁ ἀφαιρῶν ἢ ἁρπάζων τι, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ν.224, Σουΐδ. ἐν λέξει ἐξαίτης.