ον,
A grievous of tongue, v.l. for βαθυ-, LXXEz.3.5.
[Seite 433] mit schwerer, beißender Zunge, Nonn. u. Eust.
βᾰρύγλωσσος: -ον, ὁ βαρεῖαν, δηκτικὴν ἔχων γλῶσσαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 33.