ἀρρύπαρος
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρύπᾰρος: -ον, ὁ μὴ ῥυπαρός, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 40, σ. 671Β, Εὐστ. Πονημάτ. 152, 58: οὕτω καὶ ἄρρυπος, ον, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 119 κλ.