ου, ὁ, (ῥαίω)
A man-destroyer, Drawcansir, a comedy of Strattis. II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.
ἀνθρωπορραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) ὁ τοὺς ἀνθρώπους καταστρέφων, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Στράττιδος Meineke, Κωμ. Ἕλληνες 1. 224 (Ἀθήν. 127C).