Βερενίκη

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Greek (Liddell-Scott)

Βερενίκη: ἡ, Μακεδον. τύπος ἀντὶ Φερενίκη, συχν. κύρ. ὄνομα κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Πτολεμαίων· - ἐν τῇ Κ.Δ. καὶ Βερνίκη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Bérénice, n. de plus. reines d’Égypte.
Étymologie: forme macéd. p. Φερενίκη, de φέρω, νίκη.