Βερενίκη: ἡ, Μακεδον. τύπος ἀντὶ Φερενίκη, συχν. κύρ. ὄνομα κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Πτολεμαίων· - ἐν τῇ Κ.Δ. καὶ Βερνίκη.
ης (ἡ) :Bérénice, n. de plus. reines d’Égypte.Étymologie: forme macéd. p. Φερενίκη, de φέρω, νίκη.