ἀποχάραξις
English (LSJ)
[χᾰ], εως, ἡ,
A incision, πολλὰς -ξεις λαμβάνειν Democr. 155; scarification, Gal.11.305,al. II enclosure, Haussoullier Milet p.187, cf.Rev.Phil.44.251,264.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, eingedrückte Spur, Einschnitt, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχάραξις: -εως, ἡ, ἐντομή, «χαραγματιά», πολλὰς ἀποχαράξεις λαμβάνοντα (τὸν κῶνον) βαθμοειδεῖς καὶ τραχύτητας Πλούτ. 2. 1709Ε, ἀμυχή, «τσουγκράνισμα», Γαλην. τ. 10. σ. 448.