ἀποχάραξις

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[χᾰ], εως, ἡ,

   A incision, πολλὰς -ξεις λαμβάνειν Democr. 155; scarification, Gal.11.305,al.    II enclosure, Haussoullier Milet p.187, cf.Rev.Phil.44.251,264.

German (Pape)

[Seite 336] ἡ, eingedrückte Spur, Einschnitt, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχάραξις: -εως, ἡ, ἐντομή, «χαραγματιά», πολλὰς ἀποχαράξεις λαμβάνοντα (τὸν κῶνον) βαθμοειδεῖς καὶ τραχύτητας Πλούτ. 2. 1709Ε, ἀμυχή, «τσουγκράνισμα», Γαλην. τ. 10. σ. 448.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
incision.
Étymologie: ἀπό, χαράσσω.