ἀνεῳγότως
English (LSJ)
Adv. pf. part. of ἀνεῳγώς (from ἀνοίγω),
A openly, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεῳγότως: ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ πρκμ.: ἀνεῳγὼς (ἐκ τοῦ ἀνοίγω), «ἀνοικτά», φανερῶς, Γλ.
Adv. pf. part. of ἀνεῳγώς (from ἀνοίγω),
A openly, Gloss.
ἀνεῳγότως: ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ πρκμ.: ἀνεῳγὼς (ἐκ τοῦ ἀνοίγω), «ἀνοικτά», φανερῶς, Γλ.