ακος, ὁ, a kind of
A cake, Epil.3; cf. βήρηξ.
βάραξ: ὁ, εἶδος ἄρτου ἢ πλακοῦντος, Ἐπίλυκ. ἐν «Κωρ.» 2, ἔνθα ἴδε Meineke.