ἀκακέμφατος
English (LSJ)
κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος,
A in no ill repute, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰκέμφατος: -ον, «ὁ κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος», Ἡσύχ., Μεθόδ. περὶ Ἀγγελομιμ. Παρθ. 3. 20.
κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος,
A in no ill repute, Hsch.
ἀκᾰκέμφατος: -ον, «ὁ κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος», Ἡσύχ., Μεθόδ. περὶ Ἀγγελομιμ. Παρθ. 3. 20.