ἄκλοπος
English (LSJ)
ον,
A not guilty of peculation, Cat.Cod.Astr.1.100 (V A. D.). II not furtively concealed, ἄγκιστρον Opp.H.3.532.
German (Pape)
[Seite 74] unverstohlen, unversteckt, ἄγκιστρον Opp. H. 3, 532; – nicht gestohlen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλοπος: -ον, ὁ μὴ κλαπείς, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δελεασμὸν ἢ ἀποπλάνησιν, ὁ αὐτ. ΙΙΙ. ὁ μὴ λάθρᾳ ὑποκεκρυμμένος, ἄγκιστρον, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532.