ἀλλοδημία

Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

Dor. ἀλλο-δαμία, ἡ,

   A = ἀποδημία, stay in foreign land, Hp.Int.48 ; ἐν ἀλλοδημίᾳ abroad, Pl.Lg.954e; καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημί<ας> Phld.Mort.26 : pl., Iamb.VP35.252.    IIconcrete, foreign people, στείχειν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.17.37, cf.Poll.9.21.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, Aufenthalt in der Fremde, ἐν ἀλ., Plat. Legg. XII, 954 e, dem ἐν ἄστει gegenüber, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοδημία: ἡ, = ἀποδημία, διαμονὴ ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἱππ. 558. 45· ἐν ἀλλοδημίᾳ (ἀντὶ ἐν ἄλλῳ δήμῳ) = «εἰς τὰ ξένα», Πλάτ. Νόμ. 954Ε. ΙΙ. συγκεκριμ. = πληθὺς ξένων, Πολυδ. 9. 21, ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ ἐπίθ. ἀλλόδημος, ον, = ξένος, ἐκ ξένης χώρας, 3. 54.