όν,
A cartwright, PLond.ined. 2383A (ii B. C.), Plu.Per.12.
[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Plut. Per. 12.
ἁμαξοπηγός: -όν, (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων ἁμάξας, ἁμαξοποιός, Πλουτ. Περικλ. 12.
οῦ (ὁ) :charron.Étymologie: ἅμαξα, πήγνυμι.