A hang up, dedicate, AP6.195 (Arch.), Antip.Sid.Oxy.662.53.
[Seite 187] aor. ἀνηέρτησε, dasselbe, Archi. 4 (VI, 195).
ἀναερτάω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀναείρω, Ἀνθ. Π. 6. 195. Ὁ Νόννος (Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιβ΄, 6.) ἔχει ἀναερτάζω.