ἀνεξάλλακτος
English (LSJ)
ον,
A unchangeable, Procl. in Ti.1.238D., Id.in Prm.p.599S.
German (Pape)
[Seite 223] unveränderlich.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 175.
ον,
A unchangeable, Procl. in Ti.1.238D., Id.in Prm.p.599S.
[Seite 223] unveränderlich.
ἀνεξάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 175.