ον,
A not to be escaped from, to interpr. νήδυμος, Eust.1580.13.
[Seite 221] wo man nicht herauskommen kann, Eust.
ἀνέκδυτος: -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ ἐξέλθῃ, πρὸς ἑρμην. τοῦ νήδυμος, Εὐστ. 1580. 13.