ἀνείλημα

Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A rolling up: in pl., flatulent colic, Hp.VM22.    II scroll, Aristeas177 (pl.).

German (Pape)

[Seite 220] τό, bei Hippocr., Blähungen u. dadurch bewirktes Leibschneiden, s. στρόφος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείλημα: -ατος, τό, κατὰ πληθ., ὡς τὸ στρόφος, κωλικόπονος, κόψιμον, Λατ. tormina, ὅσα ... φῡσάν τε καὶ ἀνειλήματα ἐνεργάζονται ἐν τῷ σώματι Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18. 17.