ἀνθρωπάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄνθρωπος,
A manikin, Eup.26D., Ar.Pl.416, Demad.51 (of Demosthenes), Arr.Epict.1.3.5.
German (Pape)
[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, Ar. Plut. 416.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθρωπος, τίθεται περιφρονητικῶς ὡς καὶ νῦν, τολμῶντε δρᾶν ἀνθρωπαρίω κακοδαίμονε Ἀριστοφ. Πλ. 416, ταλαίπωρον ἀνθρωπάριον Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 3. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.