ἀνισόπλευρος
English (LSJ)
ον,
A scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.
ον,
A scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.
ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.