ἀνθρακογραφία
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
ἀνθρᾰκογρᾰφία: ἡ, πρόχειρον ἰχνογράφημα δι’ ἄνθρακος, προσχεδίασμα, Γρηγορ. Θαυμ. εἰς Ὠριγ. σ. 50Α.