ἀντιπαραδίδωμι
English (LSJ)
A deliver up in turn, τὴν ἀρχήν τινι J.AJ15.3.1, cf. PFlor.384.74 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 257] (s. δίδωμι), dagegen überliefern, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαραδίδωμι: ἀφαιρῶ τι ἀφ’ ἑνὸς καὶ παραδίδω τοῦτο εἰς ἄλλον, ἀντιπαρέδωκε τὴν ἀρχὴν Ἀριστοβούλῳ τῷ υἱῷ Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 3, 1.