ατος, τό,
A transgression of the law, Lys. ap. Phot.p.143 R., LXX Le.20.14, al., Stoic.3.136, D.S.17.5.
[Seite 240] τό, Gesetzwidrigkeit, Diod. Sic. 17, 5.
ἀνόμημα: -ατος, τό, παράβασις τοῦ νόμου, ἄνομος πρᾶξις, Διόδ. 17. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 8940.