ἀνύστακτος

Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

German (Pape)

[Seite 267] ohne zu schlafen, Eudoc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύστακτος: -ον, ὁ μὴ νυστάζων, ἄγρυπνος, ὁ τούτου ἀνύστακτος ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ.