ὁ,
A f.l. for ἔπαρχος, A.Pers.327.
[Seite 281] ὁ, Heerführer, Aesch. Pers. 319. Einige lesen ἔπαρχος.
ἄπαρχος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ἔπαρχος.