ἀποπτάω
English (LSJ)
A roast sufficiently, Sor.1.51, Lyd.[Mens.]p.182 W.; of ores, smelt, in Pass., Ph.Bel.70.4 and 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπτάω: ὀπτῶ ἱκανῶς, Ἰατρ. ἐπὶ χαλκίτου λίθου, χαλκοῦ ἀποπτηθέντος πολλάκις Φίλων Βελοπ. 70Α.
A roast sufficiently, Sor.1.51, Lyd.[Mens.]p.182 W.; of ores, smelt, in Pass., Ph.Bel.70.4 and 6.
ἀποπτάω: ὀπτῶ ἱκανῶς, Ἰατρ. ἐπὶ χαλκίτου λίθου, χαλκοῦ ἀποπτηθέντος πολλάκις Φίλων Βελοπ. 70Α.