ἁρματίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A using chariots, Λυδοί Philostr.Im.1.17.
German (Pape)
[Seite 355] zum Wagen gehörend, auf Wagen fahrend, Λυδοί Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος ἅρματα, Λυδοὶ Φιλόστρ. 788.