γεωμετρικός

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for geometry, geometrical, ἀριθμός Pl.R.546c, etc.; ἰσότης Id.Grg.508a; ἀναλογία Arist.EN1131b13; μεσότης Theo Sm.p.106 H., etc. (cf. γαμετρικός) ; ἁρμονία Nicom.Ar.2.26; θεωρήματα Plu.2.720a (Sup.); γεωμετρική (sc. τέχνη), geometry, Pl.Grg.450d, Nicom.Com.1.18; τὰ -κά title of work on geometry, Democr.11n, cf. Arist.APo.79a9. Adv. -κῶς by a rigidly deductive proof, Procl.in Prm.p.897 S., Id.in Ti.1.345 D.: γ. refellere, prove wrong to demonstration, Cic.Att.12.5.3.    II skilled in geometry, Pl.R.511d, Plu.2.579b, Arist.Pol. 1282a9; γ. Βριάρεως, of Archimedes, Id.Marc.17: Comp. -ώτερος Ph.1.621. Adv. -κῶς Arist.Top.161a35, Str.2.1.41, Plu.2.643c.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Land-, Feldmessen gehörig; ἡ γ., sc. τέχνη, Geometrie, Feldmeßkunst, Plat. Gorg. 450 d u. öfter; ὁ γ., der in der Geometrie erfahren ist, Theaet. 145 a u. öfter; auch Sp., wie Plut. Marcell. 17; γεωμετρικώτατον θεώρημα Symp. 8, 2, 4. – Adv., auf geometrische Art, Cic. Att. 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμετρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν γεωμετρίαν, Πλάτ. Πολ. 546C, κτλ.· γεωμετρικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ γεωμετρία, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· τὰ γεωμετρικά, ἀντικείμενα ἐσχετισμένα πρὸς τὴν γεωμετρίαν, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 12. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς τὴν γεωμετρίαν, γεωμέτρης, Πλάτ. Πολ. 511D, κτλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 3, Στράβων 94.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l’arpentage ou la géométrie;
2γεωμετρικός versé dans la géométrie, habile géomètre.
Étymologie: γεωμέτρης.