γονιμότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A vitality, of the embryo, Theol.Ar.47, Simp.in Ph.503.31. 2 generative power, Dam.Pr.108.
German (Pape)
[Seite 501] ητος, ἡ, 1) Fruchtbarkeit, Schol. Hes. Th. 178 u. Sp. – 2) Geburtsreise neugeborner Kinder, Theol. Arithm. p. 39.
Greek (Liddell-Scott)
γονιμότης: -ητος, ἡ, εὐφορία, παραγωγικότης, καρποφορία, Σχόλ. εἰς Ἡσιόδ. Θ. 178 καὶ μτγν. 2) ζωτικότης νεογεννήτου, Θεολ. Ἀριθμ. 39.