ὁ, late form of δεῖπνον, v.l. in D.S.4.3, Sch.Ar.Pax564.
[Seite 541] ὁ, = δεῖπνον, Aesop. frg. 129 u. Sp.
δεῖπνος: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ δεῖπνον, Ζωναρ., Ε. Μ. κτλ.· πρβλ. Γρηγ. σ. 22, 772.