διαβολικός
English (LSJ)
ή, όν,
A slanderous, κακοτεχνία Ph. Fr.98H. II devilish, δ. καὶ σατανικὴ ἐνέργεια PLond.5.1731.11 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβολικός: -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ ἔμπειρος, εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428.