διανάγκασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reduction of dislocations, Id.Mochl.38.
German (Pape)
[Seite 591] ἡ, das Zwingen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διανάγκασις: -εως, ἡ, ἀποκατάστασις μέλους ἐξηρθρωμένου, πρβλ. ἀρθρεμβόλησις, Ἱππ. 863G.
εως, ἡ,
A reduction of dislocations, Id.Mochl.38.
[Seite 591] ἡ, das Zwingen, Hippocr.
διανάγκασις: -εως, ἡ, ἀποκατάστασις μέλους ἐξηρθρωμένου, πρβλ. ἀρθρεμβόλησις, Ἱππ. 863G.