διασιλλαίνω

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24; πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62.

German (Pape)

[Seite 601] verhöhnen, Luc. Lexiph. 24 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασιλλαίνω: χλευάζω, σκώπτω, Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, Πολυδ. Θ΄, 148.

French (Bailly abrégé)

impf. διεσίλλαινον;
se moquer de, railler, acc..
Étymologie: διά, σιλλαίνω.